- εὐετηρία
- εὐετηρίᾱ , εὐετηρίαa good seasonfem nom/voc/acc dualεὐετηρίᾱ , εὐετηρίαa good seasonfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευετηρία — εὐετηρία, ἡ (Α) 1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν. β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῑον εὐετηρίας εἶναι… … Dictionary of Greek
εὐετηρίᾳ — εὐετηρίαι , εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίας — εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem acc pl εὐετηρίᾱς , εὐετηρία a good season fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίαι — εὐετηρία a good season fem nom/voc pl εὐετηρίᾱͅ , εὐετηρία a good season fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίαν — εὐετηρίᾱν , εὐετηρία a good season fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηριῶν — εὐετηρία a good season fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίαις — εὐετηρία a good season fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐετηρίης — εὐετηρία a good season fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευετία — εὐετία και ποιητ. τ. εὐετίη, ἡ (Α) η ευετηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έτος] … Dictionary of Greek
καλοκαιρία — και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά) νεοελλ. 1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες 2. παροιμ. «καλοκαιριά τής Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» ο καλός καιρός κατά τη ημέρα τής Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο νεοελλ.… … Dictionary of Greek